Θα ήθελα κι εγώ να αναφερθώ σε εκείνα τα χρόνια, τα φοιτητικά μου, στην Θεσσαλονίκη και να καταγράψω με την άδειά σας τις εντυπώσεις μου και τα βιώματά μου.
Θυμάμαι, αρχικά, όταν πρωτοανέβηκα στην Θεσσαλονίκη, προερχόμενος από Αθήνα, Σεπτέμβριος του 1980, έχοντας περάσει στην σχολή μου, την Νομική, με τις πρώτες πανελλήνιες εξετάσεις, κατευθύνθηκα στην οδό Αγίας Σοφίας 38, ανέβηκα από τις σκάλες – δεν υπήρχε ασανσέρ – τους πρώτους ορόφους και έφθασα στην πόρτα του Χριστιανικού Φοιτητικού Οικοτροφείου “Απόστολος Παύλος”, το οποίο στεγαζόταν στους τελευταίους τρεις ορόφους.
Εκεί, μπροστά στην μικρή είσοδο – χωλ βρισκόταν επάνω σε ένα τραπεζάκι ένα μεγάλο κόκκινο τηλέφωνο με κερματοδέκτη της εποχής που ηχούσε τόσο εντυπωσιακά και κάθε φορά κάποιος το σήκωνε και κατόπιν αναφωνούσε το όνομα του φοιτητή που αναζητούσε κάποιος γνωστός ή συγγενής του. Δεξιά από την είσοδο υπήρχαν κάποια δωμάτια, ενώ αριστερά βρισκόταν η μεγάλη αίθουσα του αναγνωστηρίου με τα τόσα γραφεία, που είχαν επάνω τους βιβλία από διάφορες σχολές το καθένα, όπως και δύο σχεδιαστήρια στο βάθος δεξιά.
Έπειτα με οδήγησαν στον επόμενο όροφο, όπου στο κέντρο του ήταν το γραφείο του διευθυντή, του κ. Ευστράτιου Βαμβουκλή, στον οποίο και παρέδωσα την συστατική επιστολή για την εγγραφή μου εκεί. Με υποδέχθηκε με ευγένεια ο σεβαστός εκείνος γέροντας και, μετά από μια σύντομη και κατατοπιστική όσο και διερευνητική συνομιλία που είχε μαζί μου, με δέχθηκε στο οίκημα αυτό ως οικότροφο. Σε αυτό τον όροφο υπήρχαν παντού μεγάλοι θάλαμοι – δωμάτια.
Συνεχίζοντας, στον τελευταίο όροφο υπήρχε αριστερά η μεγάλη αίθουσα της τραπεζαρίας, όπου σε ένα τμήμα της δεξιά, κάτω από την σκάλα της ταράτσας, ήταν χωμένο το δωματιάκι με το πικάπ και τον ενισχυτή για το πρωινό ξύπνημα με τα μεγάφωνα, ενώ στο βάθος αριστερά της τραπεζαρίας ήταν η κουζίνα με τις 2-3 κυρίες που μας μαγείρευαν τα φαγητά καθημερινά. Δεξιά τώρα στον όροφο αυτόν υπήρχε το εκκλησάκι, όπου γίνονταν συχνά παρακλήσεις, ακολουθίες και κάθε βράδυ το απόδειπνο, ενώ στο βάθος πίσω του βρισκόταν το υπνοδωμάτιο του διευθυντή.
Ανεβαίνοντας έπειτα από την στενή σκάλα δίπλα από την τραπεζαρία έφτανες στην ταράτσα του κτηρίου, όπου υπήρχε πίσω αριστερά, σκεπασμένο με ελενίτ οροφή, το πινγκ-πονγκ, όπου γίνονταν καθημερινά ομηρικές μάχες μεταξύ μας και δίπλα ένα δωμάτιο-σιδερωτήριο, ενώ μπροστά σου απλωνόταν όλη η θέα προς την πλατεία της Αγίας Σοφίας, προς τον ομώνυμο σημαντικό ιερό ναό και προς την παραλία της πόλης μέσα από το άνοιγμα που άφηνε ανάμεσα στις πολυκατοικίες η ομώνυμη οδός.
Με αφορμή, τώρα, το αντίστοιχο κείμενο για τους παλαιούς οικοτρόφους και συγκεκριμένα τον αποδημήσαντα γεωπόνο Γρηγόρη Ντριγκόγια, φίλο του φυσικού Άγγελου Βάκαλου εξ όσων θυμάμαι, ανακάλεσα στην μνήμη μου όλη εκείνη την πνευματική παρέα που με την καθοδήγηση του κ. Βαμβουκλή ζούσαμε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 εκεί. Ποιον να πρωτοθυμηθώ από όλους μας εκεί τους νεαρούς φοιτητές, που τώρα πια είμαστε στα 55 συν-πλην χρόνια ζωής!Αλλά ας ξεκινήσω με τον υποδιευθυντή και φιλόλογο Δημήτρη Κ. από τον Έβρο, τον θεολόγο Παναγιώτη Σ από την Αιτωλοακαρνανία και νυν παν/μιακό καθηγητή, τον θεολόγο π. Χρήστο Μ. από την Κόνιτσα, τον φαρμακοποιό Σωτήρη Μ. από την Κατερίνη, τον φυσικό Δημήτρη Κ. από την Κατερίνη, βιρτουόζο στην κιθάρα, όπως ήταν και ο Στέργιος, τους δύο στρατιωτικούς φοιτητές από την ΣΣΑΣ, τον ηλεκτρονικό Κωνσταντίνο Ζ. από την Θάσο, τον γιατρό και νυν πολύτεκνο Ανέστη Κ. από την Κοζάνη, τον ηλεκτρονικό μηχανολόγο Αλέξανδρο Γ. από τον Βόλο, τα δύο αδέλφια Κ. γιατρούς από την Λαμία, τον Θεόδωρο αλλά και τον Ηλία από την Λαμία που έγιναν στην συνέχεια μοναχοί, τον γιατρό Μιχάλη Μ. από την Αθήνα, τον ηλεκτρονικό Παναγιώτη Π. από τα Καλάβρυτα, τα αδέλφια Πέτρο και Γιάννη Π. από την Καλαμάτα κ.ά.π.
Θυμάμαι σαν τώρα όλη εκείνη την πνευματική συντροφιά, που από την πρώτη κιόλας ημέρα με αγκάλιασε σαν πραγματικό φίλο, με ενημέρωσε και με καθοδήγησε για την πορεία μου στη σχολή μου και γενικά στον χώρο του πανεπιστημίου. Δεν ένιωσα καθόλου μοναξιά και ανασφάλεια κατά την μετακόμισή μου σε μια άγνωστη πόλη, γιατί βρέθηκα αμέσως μέσα σε μια μεγάλη παρέα έμπιστων ατόμων, και μάλιστα με πνευματικές ανησυχίες. Δεν είχα να κάνω με τους γνωστούς φοιτητές, τους αραχτούς, ως συνήθως, σε κάποια καφετέρια με τη φραπεδιά στο χέρι (γνωστή εικόνα της εποχής) και εγλκωβισμένους στις συνήθεις κοσμικές ενασχολήσεις τους και μόνο. Αναπολώ ακόμα τις ατέλειωτες συζητήσεις μας, τα παιχνίδια και τα αστεία μας, το συχνό διάβασμα στο σιωπηλό χώρο του αναγνωστηρίου, τις βραδινές παρέες μας, καμιά φορά με τη συνοδεία κιθάρας, τις ποδοσφαιρικές μας συναντήσεις στο γήπεδο της ΧΑΝΘ, το συχνό αλλά αμυδρό παράπονό μας για κάποιο ποδοσφαιρικό αγώνα που δεν μπορούσαμε να δούμε γιατί δεν είχαμε τηλεόραση στο κτήριο, όπως και τις ομιλίες στην ΧΦΔ, τις δράσεις μας στα αμφιθέατρα των σχολών, τις τακτικές επισκέψεις του π. Γρηγορίου, τα ψαλσίματά μας στο εκκλησάκι, τα τραγούδια μας μετά το δείπνο της Κυριακής κλπ. Αλλά και τον αείμνηστο κ. Βαμβουκλή, που ήταν η ψυχή και το άγρυπνο μάτι του οικοτροφείου, τις θεολογικές του αναλύσεις πάνω σε διάφορα βιβλικά εδάφια και αγιοπατερικά κείμενα (με εκείνη την ιδιαίτερη αλλά χαριτωμένη προφορά που είχε στο γράμμα ρ), την εκλεκτή αγάπη και συχνή αναφορά του για το Άγιον Όρος και ιδιαίτερα για τον π. Παΐσιο. Θυμάμαι που μας ανέφερε ότι του έλεγε ο Άγιος, όταν τον επισκεπτόταν στο κελί του, ότι και ο ίδιος ο κ. Ευστράτιος ήταν σαν ηγούμενος με το “μοναστηράκι” του, όπως μας έλεγε χαρακτηριστικά, που το αποτελούσαμε εμείς οι οικότροφοι.. Πόσο τον εκτιμούσε τον Άγιο! Ήταν η πιο σημαντική του ανακάλυψη στη ζωή του. Στάθηκε η αφορμή, για να μεταβούμε οι περισσότεροι από εμάς με την πρώτη ευκαιρία στο Άγιον Όρος και να γνωρίσουμε από κοντά τον Άγιο Παΐσιο, καθώς και άλλους ονομαστούς αγιορείτες ηγουμένους και μοναχούς, που λίγο πολύ ακούγονταν στην Θεσσαλονίκη, αλλά όμως πολύ λιγότερο στην Αθήνα την εποχή εκείνη…
Και ξαφνικά, καλοκαίρι του 1982, όπως μας λέει αναλυτικά και ο κ. Βάκαλος, μαθαίνουμε ότι το νέο κτήριο του οικοτροφείου ήταν έτοιμο επί της οδού 25ης Μαρτίου 116 στην περιοχή του Χαριλάου με την επωνυμία “Άγιος Δημήτριος” και επομένως θα γίνει άμεσα η μετακόμιση! Έτσι, λοιπόν, μετακόμισαμε σιγά σιγά στο νέο, πιο σύγχρονο και πλήρως εξοπλισμένο, οικοτροφείο και εγκαταλείψαμε ..για πάντα.. το παλαιό κτήριο (με τις τόσες αναμνήσεις και τις αναφορές σε παλαιότερους από εμάς οικοτρόφους που είχαν γράψει την δική τους ιστορία εκεί μέσα), κτήριο που ανήκε εξ ολοκλήρου στην Φιλόπτωχο Αδελφότητα Ανδρών Θεσσαλονίκης. Αλλά για το νέο οικοτροφείο μιλάει αναλυτικά και ο κ. Κορκόντζιλας στο αντίστοιχο άρθρο του. Η νέα μας, λοιπόν, πορεία στο οικοτροφείο αυτό ξεκίνησε αμέσως τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς και γρήγορα εγκλιματιστήκαμε στο νέο μας χώρο, συνηθίσαμε σιγά σιγά και την απόσταση που μας χώριζε από το Πανεπιστήμιο – τώρα έπρεπε να πάρουμε το λεωφορείο για να μεταβούμε εκεί και να επιστρέψουμε μετά – και γενικώς όλα κύλησαν ομαλά με τον χρόνο, με τον κ. Βαμβουκλή να προσπαθεί πάντα για ό,τι το καλύτερο για εμάς.
Πέρασε όμως ο καιρός, πήρα το πολυπόθητο πτυχίο, αποχώρησα, όπως όλοι μας κάποια στιγμή, από το οικοτροφείο, κατέβηκα στην Αθήνα και σε λίγο καιρό έφυγα για στρατιώτης, κυρίως στον Έβρο. Όταν έπαιρνα άδεια, με την πρώτη ευκαιρία περνώντας από Θεσ/νίκη πήγαινα στο νέο οικοτροφείο για να συναντήσω τον διευθυνητή και τα εκεί εναπομείναντα γνωστά μου πρόσωπα και αν τύχαινε να περάσω και από την πλατεία της Αγίας Σοφίας κοιτούσα νοσταλγικά επάνω προς το κτήριο του παλαιού οικοτροφείου.. Ήμουν, πλέον κι εγώ, ένας “παλαιός καλός οικότροφος”, όπως έλεγε χαρακτηριστικά και ο αείμνηστος κ. Ευστράτιος Βαμβουκλής! Πέρασαν τα χρόνια, αλλάξαμε μέχρι και …χιλιετία, ζήσαμε τόσα και τόσα γεγονότα, αρκετά από αυτά ούτε που θα τα φανταζόμασταν τότε που ήταν μια πιο απλή εποχή, χωρίς τις ψηφιακές ανέσεις αλλά και αγκυλώσεις της εποχής μας, και πορευόμαστε, λίγο-πολύ, με τις δικές μας πλέον οικογένειες και ασκώντας, λίγο-πολύ, ένα επάγγελμα, συνήθως αυτό που μας προόριζε τότε η σχολή μας εκεί στην αγαπημένη μας συμπρωτεύουσα. Τι ωραία όμως, έτσι είναι η ζωή εξάλλου… Και τω Θεώ δόξα.